Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

είναι αμφίβολο

  • 1 ли

    ли άραγε, τάχα· возможно ли? είναι άραγε δυνατό; едва ли είναι αμφίβολο· не пойти ли нам...? δεν πάμε...; знает ли он об этом? άραγε το ξέρει; так ли это? να είναι τάχα έτσι;
    * * *
    άραγε, τάχα

    возмо́жно ли? — είναι άραγε δυνατό

    едва́ли — είναι αμφίβολο

    не пойти́ ли нам...? — δεν πάμε...

    зна́ет ли он об э́том? — άραγε το ξέρει

    так ли э́то? — να είναι τάχα έτσι

    Русско-греческий словарь > ли

  • 2 едва

    едва μόλις (лишь только ) δύσκολα (с трудом) ◇ \едва не... παραλίγο να...' \едва ли μάλλον όχι, είναι αμφίβολο
    * * *
    ••

    едва́ не... — παραλίγο να…

    едва́ ли — μάλλον όχι, είναι αμφίβολο

    Русско-греческий словарь > едва

  • 3 вряд ли

    κ. παλ. вряд
    επίρ.
    ως κατηγ. είναι αμφίβολο, αβέβαιο, άδηλο, αμφιβάλλω αν μάλλον όχι, δεν•

    вряд ли ли он придет είναι αμφίβολο, αν αυτός θα έρθει.

    Большой русско-греческий словарь > вряд ли

  • 4 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 5 бабушка

    бабушка
    ж ἡ γιαγιά, ἡ μάμμη, ἡ κυρούλα; ◊ это еще \бабушка надвое сказала погов. εἶναι ἀμφίβολο, εἶναι ἄγνωστο ἄν θά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > бабушка

  • 6 вряд

    вряд
    ли частица εἶναι ἀμφίβολο[ν], 'μᾶλλον ὄχι, μᾶλλον δεν..., εἶναι ἀπίθα-νο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > вряд

  • 7 едва

    едва
    нареч
    1. (лишь только) μόλις:
    \едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·
    2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):
    он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·
    3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > едва

  • 8 бабушка

    θ.
    γιαγιά, βάβω, μπάμπω. || γριά.
    εκφρ.
    бабушка надвое сказала – είναι αμφίβολο, άγνωστο, δεν το ξέρομε, είναι διφορούμενο.

    Большой русско-греческий словарь > бабушка

  • 9 вряд ли

    μάλλον όχι, είναι αμφίβολο

    Русско-греческий словарь > вряд ли

  • 10 едва

    επίρ. κ. σύνδ. υποτακ.
    1. μόλις.
    2. ελάχιστα•

    он едва хромает αυτός ελάχιστα (πολύ λίγο) κουτσαίνει.

    3. με δυσκολία, δύσκολα•

    он едва ходит αυτός μόλις μπορεί και βαδίζει.

    4. παραλίγο, λίγο έλειψε να•

    он едва не упал αυτός παραλίγο να πέσει•

    εκφρ.
    едва едва едва – (επιτακ.) μόλις-μόλις•
    едва ли – είναι αμφίβολο•
    едва ли он придет скоро – αμφιβάλλω αν θα έρθει γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > едва

  • 11 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 12 ли

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ли

  • 13 ль

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ль

  • 14 сомнительно

    1. επίρ, αμφίβολα• διστακτικά.
    2. ως κατηγ. είναι αμφίβολο.

    Большой русско-греческий словарь > сомнительно

  • 15 вопрос

    вопрос
    м
    1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:
    задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
    2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
    спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
    3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
    аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вопрос

  • 16 вилы

    ви́л||ы
    мн. τό δίκρανο[ν], τό διχάλι, ἡ φούρκα· ◊ это еще \вилыами по воде писано погов. αὐτό εἶναι ἀκόμη πολύ ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > вилы

  • 17 вопрос

    α.
    1. ερώτηση, -μα•

    отвечать на вопрос απαντώ σε ερώτηση•

    обратиться с -ом απευθύνομαι (αποτείνομαι) με ερώτηση, κάνω ερώτηση (ερωτώ).

    || το αμφίβολον, το άλυτον•

    это еще вопрос αυτό είναι ακόμα αμφίβολο•

    поставить под -ом βάζω για εξέταση, για συζήτηση.

    2. ζήτημα•

    обсудить вопрос συζητώ το ζήτημα•

    выдвинуть вопрос προβάλλω ζήτημα•

    поднять вопрос (ξε)ρηκώνω (εγείρω) ζήτημα.

    εκφρ.
    вопрос чести – ζήτημα τιμής•
    вопрос жизни или смерти – ζήτημα ζωής ή θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > вопрос

  • 18 там

    επίρ.
    1. εκεί, σε κείνο το μέρος•

    я там долго жил εκεί έζησα πολύν καιρό•

    кто -? ποιος είν εκεί;•

    там я провл свою молодость εκεί πέρασα τα νεανικά μου χρόν ια• -• наверху εκεί επάνω•

    там внизу εκεί κάτω•

    там же στο ίδιο μέρος.

    2. μετά, έπειτα, ύστερα•

    там видно будет μετά θα δούμε•

    там посмотрим, что делать μετά θα δούμε τι θα κάνομε.

    3. επιτακ. μόριο• τι λες (εκεί)• (περιφρ.) κάτι τιποτένιο, αμφίβολο, αόριστο.
    εκφρ.
    там и тут; там и сям; —сям; тут и там – εκεί κι εδώ• εδώ και κει•
    то тут, то -; то, то тут; то, то сям – ποτ εδώ, ποτ εκεί• πότ εκεί, πότ εδώ•
    что тамκ. чего там τίποτε δεν είναι εκεί (μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι, μη συστέλλεσαι).

    Большой русско-греческий словарь > там

  • 19 то

    то 1
    σύνδ. πότε, μια•

    то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•

    то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•

    она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.

    || με τα μόρια•

    не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•

    не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.

    εκφρ.
    а тоβλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•
    вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.
    то 2
    βλ. тот.
    то 3
    (μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•

    если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > то

См. также в других словарях:

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • πύξος — (και πυξάρι ή τσιμισίρι). Επιστημονικά λέγεται βούξος ο αειθαλής και είναι θάμνος της οικογένειας των βουξιδών (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει μόνος του στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Καλλιεργείται γενικά στους κήπους και στα… …   Dictionary of Greek

  • οπερασιονισμός — Φιλοσοφική θεωρία που ταυτίζει τη σημασία μιας έννοιας με ένα σύνολο πράξεων (operations). O o., του οποίου μεγαλύτερος θεωρητικός είναι ο Αμερικανός φυσικός Μπρίντζμαν, έχει τις ιστορικές του ρίζες στον πραγματιστικό εμπειρισμό. Στόχος της… …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος …   Dictionary of Greek

  • ξυρόν — ξυρόν, τὸ (Α) 1. ξυράφι 2. μάχαιρα με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο 3. (κατά τον Ησύχ.) «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ» 4. παροιμ. φρ. «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» α) σε κρίσιμο σημείο, σε μεγάλο κίνδυνο, στην κόψη τού ξυραφιού β)… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς …   Dictionary of Greek

  • δαι — δαί (επιφώνημα) (Α) αρχ. τύπος αντί τού δη, ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλώσει θαυμασμό ή περιέργεια (σε ερωτηματικές προτάσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός αντί του δη* (κατά το νή ναι), από το οποίο δεν διαφέρει στη σημασία, αλλά στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»